- μεταβατικως
- μεταβατικῶςμετᾰ-βᾰτικῶς1) перемещаясь в пространстве
(κινεῖσθαι Plut., Sext.)
2) грам. в переходном значении, переходно
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κινεῖσθαι Plut., Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μεταβατικῶς — μεταβατικός able to pass from one place to another adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβατικός — ή, ό (Α μεταβατικός, ή, όν) [μεταβαίνω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να μετακινείται από έναν τόπο σε άλλο, να αλλάζει τόπο διαμονής, περιοδεύων, αποδημητικός (α. «μεταβατικό απόσπασμα» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ ἑτέρου εἰς ἕτερον»,… … Dictionary of Greek
ՓՈԽԱՆՑԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0948 Chronological Sequence: Unknown date, 8c մ. μεταβατικῶς transitive, transitu. Փոխարկմամբ. անցմամբ. անցանելով յայլ վիճակ. *Շարժումն է գնդատեսակ, յորժամ փոխանցաբարնորգործէ. որպէս ʼի ջրոց ձկունք եւ թռչունք, եւ գնւնզանն մովսիսի յօձ, եւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)